-
1 πολλαπλασιάζω
A multiply,ἀριθμοὶ πολλαπλασιάσαντες ἀλλήλους Euc.7.30
, cf. Archim.Aren.3.6;ὁ Α τὸν Β -πλασιάσας τὸν Δ πεποίηκεν Euc.7.16
; alsoἀριθμοὺς δι' ἀλλήλων π. Papp.22.4
, Hero Metr.2 Praef.; τι ἐπί τι ib.1.5, 2.3: generally, Porph.Gaur.7.2:—[voice] Pass., Archim. Sph.Cyl.1.2, etc.: c. dat., to be multiplied by.., Arist.Ph. 237b33, Archim.Aren.3.7;ἐπί τι Euc.9.36
;κατά τι Papp.100.20
.II metaph., multiply, increase, εὐεργετήματα, ἐμπειρίαν, Plb.30.4.13, D.S. 1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολλαπλασιάζω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский